Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

"Η ψυχή μου εκεί πάνω στα ψηλά!"


Δύο ήσαν τα άτομα εκείνα που με έκαναν να αγαπήσω ιδιαίτερα την Ήπειρο.
Ο σκηνοθέτης Θόδωρος Αγγελόπουλος με την σκληρή από κάθε άποψη «Αναπαράστασή» του και ο φωτογράφος Κώστας Μπαλάφας με τις μαυρόασπρες φωτογραφίες του που απεικονίζουν μια Ελλάδα πέρα για πέρα αληθινή μαζί με τις χαρακτηριστικές προσωπογραφίες των τελευταίων αυθεντικών ανθρώπων της, ιδιαίτερα αυτές των Ηπειρωτισσών γυναικών.
Ο Κώστας Μπαλάφας έφυγε για το μακρινό ταξίδι. Η ευγνωμοσύνη της πατρίδας του και οι ευχές οι δικές μας θα τον συνοδεύουν σε αυτό το τελευταίο ταξίδι.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ για την εικόνα της Ελλάδας και των ανθρώπων της που μας κληροδότησε, και την οποία θα κρατάμε πάντοτε ζωντανή μέσα στη μνήμη μας σαν πολύτιμο κειμήλιο.



ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΚΩΣΤΑ ΜΠΑΛΑΦΑ


Ελευθεροτυπία, Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

Αντάρτης μέχρι το τέλος

Του ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ

«Στη ζωή πρυτανεύει κυρίως ο πόνος. Ο άξονας της ζωής κινείται μεταξύ πόνου και ανίας. Ή θα πονάς ή θα ανιάς. Το να χασκογελάς δεν έχει νόημα. Το να δημιουργείς έχει νόημα». «Αγαπημένη είναι η φωτογραφία που δεν έκανα».

«Δεν πούλησα ποτέ φωτογραφίες. Το ψωμί μου το βγάζω με τη σύνταξη της ΔΕΗ. Αν τις πουλήσω είναι σαν να εκπορνεύω τα συναισθήματά μου». «Ο φωτογράφος που τυπώνει τη δουλειά του στο σκοτεινό θάλαμο είναι σαν το συνθέτη που εκτελεί ο ίδιος τη μουσική του».

Ασπρόμαυρο φιλμ

Ο Κώστας Μπαλάφας, ο τελευταίος των μεγάλων φωτογράφων, που εμφύσησαν το μεγαλείο στο ασπρόμαυρο φιλμ δημιουργώντας μνημειακές φωτογραφίες, δεν θα πιάσει ξανά τη φωτογραφική μηχανή. Πήρε ζωή από τη ζωντανή βιογραφία του και άφησε ένα κομματάκι για το θάνατο. Πέθανε σε ηλικία 91 χρόνων κι όλοι θα τον θυμούνται ως νέο, όμορφο, χαμογελαστό, μελαχρινό αντάρτη, με τη χλαίνη και το όπλο κρεμασμένο στον αριστερό ώμο να «κοιτάει» προς τα κάτω. Στη φωτογραφία αυτή, τα μαλλιά είναι λευκά από τις νιφάδες του χιονιού. Μια φωτογραφία μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας. Η κηδεία του θα γίνει σήμερα το απόγευμα στις 5.30 από το Νεκροταφείο Χαλανδρίου.

Ο Κώστας Μπαλάφας, όταν μιλούσε, όπως κι όταν φωτογράφιζε, πρώτα σκεπτόταν. Και σκεπτόταν πολύ μέχρι να νιώσει τη μουσική των λέξεων και τη μουσική του φωτός. Ο φακός του απαθανάτιζε, με όρους αιωνιότητας, τη στιγμή που οριοθετείται με τον ελάχιστο χρόνο ενός κλικ της φωτογραφικής μηχανής. Κοίταξε κατά μέτωπο την ελληνική φύση και τον Ελληνα εργαζόμενο, αυτόν που βγαίνει κατευθείαν από το καυτό και μαύρο ανθρακωρυχείο της καθημερινής επιβίωσης. Κι όταν ήρθε η μεγάλη ώρα της Αντίστασης εναντίον των Ιταλών και των Γερμανών κατακτητών, επέλεξε το μικρότερο βαθμό. Γιατί πρωτίστως ήταν ο μαχητής-τυφεκιοφόρος του 85ου Συντάγματος της 6ης Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ και δευτερευόντως ο καλλιτέχνης-φωτογράφος.

Ο βιογράφος του θα σταθεί μόνο στο ταλέντο του. Γιατί όλη η ζωή του δεν διέφερε σε τίποτα από τα μοντέλα του: ανώνυμοι εργατικοί του μόχθου, γυναίκες του θρήνου, παιδιά που παίζουν στις λάσπες με μια ηλιαχτίδα, αντάρτες με πολλή θέληση στο βλέμμα και περισσότερη αγάπη για ζωή. Ενα φτωχόπαιδο υπήρξε, γιος αγροτών από το ορεινό χωριό Κυψέλη της Αρτας. Το σύνθημα που ακούστηκε στ' αυτιά του όταν κατάλαβε τον κόσμο ήταν «Φύγε να σωθείς».

Και έφυγε. Μόλις έντεκα χρόνων, κατέβηκε στην Αθήνα, όπου δούλεψε στην ταβέρνα ενός συγχωριανού του, στην πλατεία Κουμουνδούρου. Μετά εργάστηκε στο γαλακτοπωλείο-ζαχαροπλαστείο «Δελφοί», που βρισκόταν κοντά στον Αγιο Λουκά της οδού Πατησίων. Ο εσωτερικός μετανάστης, το πρωί δούλευε και το βράδυ πήγαινε στο νυχτερινό σχολείο. Το 1936, σε ηλικία δεκαέξι ετών, επέστρεψε στην Ηπειρο, όπου σπούδασε δύο χρόνια στη Γαλακτοκομική Σχολή Ιωαννίνων. Μετά την αποφοίτησή του, συνέχισε σπουδές γαλακτολογίας ενός χρόνου στην Ιταλία, όπου έμαθε ιταλικά. Ο πόλεμος και η Κατοχή θα τον βρουν υπάλληλο της Γαλακτοκομικής Σχολής.

Η πρώτη επαφή του με τη φωτογραφική μηχανή θα συμβεί σαν να ήταν γραμμένη στο κάρμα του. Συγγενείς από την Αμερική τού πρώτου εν Αθήναις αφεντικού του είχαν έρθει στην Αθήνα, με μια Μπράουν της Κόντακ. Στα Ιωάννινα, όμως, άρχισε να αποκτά συνείδηση του πάθους του: αγόρασε μια Τζούνιορ Κόντακ πουλώντας το ρολόι του, ενώ κατά τη διαμονή του στην Ιταλία την αντικατέστησε με μια Ρομπότ. Μ' αυτό τον τύπο μηχανής και με πολλά μέτρα αεροπορικού φιλμ, που ανακαλύφθηκαν στα συντρίμμια ενός ιταλικού αεροπλάνου -με αντίτιμο μερικές οκάδες καλαμποκάλευρο- απέκτησε το Ferrania Capelli, όπου αποτύπωσε τα φοβερά και τρομερά εγκλήματα των Ιταλογερμανών κατακτητών. Σε πολλές περιπτώσεις, με κίνδυνο της ζωής του. Σε μία από αυτές, κρατώντας μια σακούλα με κρεμμύδια, όπου είχε κρύψει τη φωτογραφική του μηχανή, τράβηξε τα κρεμασμένα πτώματα των πατριωτών Τόδουλου και Φαρίδη.

«Πρώτα στο μυαλό μου»

Από το 1945 ώς το 1951 εργάστηκε ως διερμηνέας σε μια βρετανική ομάδα μηχανικών, για να προσληφθεί αμέσως μετά στην αμερικανική εταιρεία Ebasco, η οποία ενσωματώθηκε στην τότε νεοϊδρυθείσα ΔΕΗ, ως προϊστάμενος του Τμήματος Ανατυπώσεων. Εκεί εργάστηκε ώς τη συνταξιοδότησή του. Η σύντροφος της ζωής του, η καθηγήτρια Ευαγγελία Μαργαρίτου, του χάρισε δύο παιδιά, τη Στέλλα και τον Γιώργο. «Δεν φωτογραφίζω γρήγορα. Πρώτα τις φτιάχνω στο μυαλό μου και μετά φωτογραφίζω. Δεν έχω γρήγορες αντιδράσεις».


2 σχόλια:

Ξενικός είπε...

με κίνδυνο να με θεωρούν ασεβή προς το μεγάλο νεκρό, να σημειώνω μόνο ότι μάλλον πέρασε για την Ελλάδα η εποχή που η φτώχεια ήταν γραφική, αληθινή μεν, αλλά γραφική. Νέα πνοή, νέα αποτύπωση,νέα θέματολογία, νέες τεχνικές ζητούνται τώρα.
Ξενικός

Χρήστος είπε...

Οι φωτογραφίες του Κώστα Μπαλάφα δεν αναλίσκονται στην γραφικότητα της φτώχειας (ειδικά στις συγκλονιστικές προσωπογραφίες των απλών ανθρώπων) αλλά προχωρούν σε βάθος καταγράφοντας, χωρίς φόβο και πάθος, τις κοινωνικές συνθήκες που – είτε μας αρέσει είτε όχι – επικράτησαν για αρκετά χρόνια στη χώρα.
Η ελαφρά τη καρδία απόρριψη του παρελθόντος μας και η απεμπόληση των παραδόσεων μας, μας γέμισε με ενοχές και στερητικά σύνδρομα, τα όποια σπεύσαμε να αναπληρώσουμε με το lifestyle. H «νέα πνοή» που χαρακτήρισε τη θλιβερή «μεταπολίτευση».
Ό, τι μας συμβαίνει σήμερα είναι αποτέλεσμα των συμπλεγμάτων μας που δεν μας επιτρέπει – ακόμη και σήμερα με την «τεχνητή πτώχευση» (χειρότερη της άλλης) – να ρίξουμε μια ματιά στο πρόσφατο παρελθόν τούτης της έρημης πατρίδας, από το φόβο μήπως χαρακτηριστούμε παρακατιανοί από τα υπόλοιπα μέλη μιας αγροτικής κατ’ ουσίαν κοινωνίας.
«Χάσαμε το παλιό και νέο βλέμμα της παράδοσης μας», όπως λέει χαρακτηριστικά και ο κ. Θόδωρος Αγγελόπουλος στο ντοκιμαντέρ για την περίφημη «Αναπαράστασή» του.
Βέβαια, η εποχή του Μπαλάφα πως να μπορέσει να συναγωνιστεί την απατηλή εικόνα που δημιουργεί η «νέα τεχνική» του ρετουσαρίσματος των πάντων.
Οι «αναζητήσεις του τώρα» θα ευοδωθούν μόνον όταν μάθουμε ποιοι στ΄αλήθεια είμαστε. Κι αυτό θα επιτευχθεί αν μελετήσουμε την Ιστορία μας με αντικειμενικότητα και αντιμετωπίσουμε με περισσότερο σεβασμό τις καταβολές και τις παραδόσεις μας.
Ειδάλλως, να περιμένουμε πέρα από το «κούρεμα» και αποτρίχωση με κερί και μανικιούρ- πεντικιούρ με τανάλια.